- σχιζοφρενής
- -ές, Ναυτός που πάσχει από σχιζοφρενία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + -φρενής (< φρην, φρενός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχιζοφρενής, ο — η αυτός που πάσχει από σχιζοφρενία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχιζοφρενικός — ή, ό σχιζοφρενής ή αυτός που αναφέρεται στη σχιζοφρενία: Παρουσιάζει σχιζοφρενικά συμπτώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)